ἐύς

ἐύς
1.ἐύς, ἐύ, and ἠύς, ἠύ, gen. ἑῆος, acc. ἐύν, ἠύν, pl. gen. ἑάων: synonym of ἀγαθός and καλός, the neut. forms of the sing. mostly adverbial, see εὖ. ἐὺς παῖς, υἱός, θεραπών, Βίᾶς, παιδὸς ἑῆος, esp. in Il.; also μένος ἠύ, ‘noble ardor,’ Od. 2.271, etc.; ἠύς τε μέγας τε, Il. 2.653.— gen. pl. ἑάων, of good things, blessings, Il. 24.528 ; θεοὶ δωτῆρες ἑάων, Od. 8.325.
2.ἐύ: see εὖ.

A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εΰς — ἐΰς και ἠΰς, ὁ (ουδ. ἠΰ, τό) (Α) 1. γενναίος, ευγενής (α. «ἐὺς παῑς Ἀγχίσαο» β. «υἱov ἐὺν Πριάμοιο») 2. (γεν. πληθ. ουδ.) ἐάων και ἑάων τών αγαθών, τών δώρων («θεοὶ σωτῆρες ἑάων»). [ΕΤΥΜΟΛ. Επικ. τ., ο οποίος συνδέεται πιθ. με τα χεττ. aššuš… …   Dictionary of Greek

  • ἐύς — ἐΰς , ἐύς good masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

  • ἐάων — ἐύς good gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐῆος — ἐύς good gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑῆος — ἐύς good gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠύς — ἐύς good masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεαγγελεύς — θεαγγελεύς, έως, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) αυτός που προκηρύσσει εορτή ή πανήγυρη. [ΕΤΥΜΟΛ. < θε (βλ. θεο ) + αγγέλλω, κατά τα ονόματα σε εύς (πρβλ. γραφ εύς, ιππ εύς)] …   Dictionary of Greek

  • θηβαιεύς — Θηβαιεύς, ὁ (Α) (ως επίθ. τού Διός) ο Θηβαίος. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι + κατάλ. εύς, κατά τα γραφ εύς, ιππ εύς] …   Dictionary of Greek

  • θυριδεύς — θυριδεύς, ὁ (Α) επιγρ. το πλαίσιο τής θυρίδας, δηλ. τού παραθύρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θυρίς, ίδος, υποκορ. τού θύρα + κατάλ. εύς, πρβλ. γραμματ εύς, ιππ εύς] …   Dictionary of Greek

  • καταλαβεύς — καταλαβεύς, ὁ (Α) [καταλαμβάνω] πάσσαλος ή καρφί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα λαβ (καταλάβω) τού καταλαμβάνω με σημ. «στερεώνω, καρφώνω» + εύς (πρβλ. αντι λαβ εύς, περιλαβ εύς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”